Οι γνωστές και οι άγνωστες πτυχές του ηγέτη της κουβανικής επανάστασης

Η ζωή του μεγάλου επαναστάτη

Κουβανός επαναστάτης και πολιτικός, ο Φιντέλ Κάστρο υπήρξε μία από τις πιο εμβληματικές και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της διεθνούς πολιτικής σκηνής για πάνω από μισό αιώνα. Ηγήθηκε της Κούβας από το 1959 έως το 2008, οπότε και παρέδωσε την εξουσία στον αδελφό του, Ραούλ Κάστρο. Η παρουσία του δίχασε την κοινή γνώμη: για κάποιους ήταν ήρωας της επανάστασης και σύμβολο του κομμουνισμού, ενώ για άλλους αντιπροσώπευε έναν αυταρχικό ηγέτη και καταπιεστή. Δεν προκάλεσε έκπληξη το γεγονός ότι οι εξόριστοι Κουβανοί στις ΗΠΑ γιόρτασαν το θάνατό του στους δρόμους.

Ο Φιντέλ Αλεχάντρο Κάστρο Ρους (Fidel Alejandro Castro Ruz) γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1926 κοντά στο Μπιράν, στην επαρχία Μαγιαρί της ανατολικής Κούβας. Ο πατέρας του, Άνχελ Κάστρο, ήταν Ισπανός μετανάστης από τη Γαλικία, ενώ η μητέρα του, Λίνα Ρους Γκονσάλες, ήταν η μαγείρισσα της οικογένειας. Ο Φιντέλ ήταν το δεύτερο από τα πέντε εξώγαμα παιδιά τους και είχε ακόμη δύο αδέλφια από τον επίσημο γάμο του πατέρα του.

Οι σπουδές και ο γάμος

Η οικογένεια Κάστρο, εύπορη και μέλος της τάξης των γαιοκτημόνων, διέθετε μια μεγάλη φυτεία ζαχαροκάλαμου. Ο Φιντέλ μεγάλωσε ως Καθολικός και φοίτησε σε καθολικά σχολεία, πρώτα στο Σαντιάγο και στη συνέχεια στο ιησουιτικό κολέγιο Μπελέν στην Αβάνα.

Το 1945 εισήχθη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αβάνας. Ως φοιτητής, παντρεύτηκε το 1948 τη Μίρτα Ντίας-Μπάλαρτ, κόρη ενός επιφανούς πολιτικού της Κούβας, με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Φιντελίτο. Το 1950 αποφοίτησε από τη Νομική και τέσσερα χρόνια αργότερα χώρισε με τη Μίρτα. Στο μεταξύ, απέκτησε μια κόρη, την Αλίνα Φερνάντες Ρεβουέλτα, από τη σχέση του με τη Ναταλία Ρεβουέλτα, μέλος της ανώτερης κοινωνίας της Αβάνας.

Από το 1950 έως το 1952 εργάστηκε ως δικηγόρος στην Αβάνα. Χάρη στο γεγονός ότι δεν χρέωνε όσους δεν μπορούσαν να πληρώσουν, απέκτησε τον τίτλο «δικηγόρος των φτωχών». Οι τότε ασαφείς σοσιαλιστικές του ιδέες τον ώθησαν να εμπλακεί στην πολιτική.

Το 1952, χρονιά εκλογών, ο Κάστρο διεκδίκησε θέση στο κοινοβούλιο με το Κόμμα του Λαού. Ωστόσο, στις 10 Μαρτίου του ίδιου έτους, ο στρατηγός Φουλχένσιο Μπατίστα ανέτρεψε τη δημοκρατική διαδικασία με στρατιωτικό πραξικόπημα, τερματίζοντας κάθε εκλογικό σχέδιο.

Η επανάσταση και η ανάληψη της εξουσίας

Ο νεαρός δικηγόρος αποφασίζει να αντισταθεί ένοπλα στη δικτατορία του Μπατίστα. Συγκεντρώνει 120 άνδρες και οργανώνει επίθεση στο στρατόπεδο Μονκάδα, στο Σαντιάγο της Κούβας, στις 26 Ιουλίου 1953. Παρότι η προσπάθεια αποτυγχάνει, γίνεται σύμβολο του αγώνα κατά του Μπατίστα. Οι επαναστάτες συλλαμβάνονται και υπομένουν βασανιστήρια, εκτελέσεις ή φυλάκιση. Ο Φιντέλ Κάστρο, ανάμεσά τους, καταδικάζεται στις 16 Οκτωβρίου 1953 σε 15 χρόνια κάθειρξη, όμως θα παραμείνει στη φυλακή μόνο για 22 μήνες. Εκεί μελετά έργα των Μαρξ, Λένιν, Μαρτί, Σέξπιρ, Φρόιντ και Ντοστογιέφσκι, ώσπου αποφυλακίζεται με αμνηστία στις 15 Μαΐου 1955.

Λίγο μετά, εξορίζεται στο Μεξικό, όπου φτάνει στις 8 Ιουλίου. Εκεί γνωρίζει τον Αργεντινό Ερνέστο Γκεβάρα μέσω της Κουβανής Μαρία Αντόνια Γκονσάλες. Ο Τσε γράφει στο ημερολόγιό του: «Η γνωριμία με αυτόν τον Κουβανό επαναστάτη είναι πολιτικό γεγονός. Είναι έξυπνος, τολμηρός και γεμάτος αυτοπεποίθηση. Νομίζω ότι η συμπάθεια είναι αμοιβαία». Μία νύχτα του Ιουλίου 1955, μετά από συζήτηση που κράτησε ώρες, ο Γκεβάρα εντάσσεται στο κίνημα του Κάστρο. Εκείνη την περίοδο, ο Κάστρο δεν είναι ακόμη μαρξιστής, αλλά υιοθετεί κυρίως αριστερές ιδέες, μιλώντας για ανεξαρτησία και δικαιοσύνη.

Στο Μεξικό οργανώνεται η ομάδα «Μ-26-7» («Μονκάδα-26 Ιουλίου») για ένοπλη αντίσταση στη δικτατορία της Κούβας. Στις αρχές του 1956, ο Τσε ξεκινά στρατιωτική εκπαίδευση υπό την καθοδήγηση του Αλμπέρτο Μάγιο, αξιωματικού του Ισπανικού Δημοκρατικού Στρατού. Τον Ιούνιο του 1956, η μεξικανική αστυνομία συλλαμβάνει τα μέλη του κινήματος, και ο Φιντέλ βρίσκεται στο ίδιο κελί με τον Τσε.

Η Αβάνα, όμως, βράζει. Τα μηνύματα του «Μ-26-7» ασκούν ολοένα μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο και ειδικά στους φτωχούς αγρότες. Ο Κάστρο θα αφεθεί ελεύθερος για άλλη μία φορά. Δεν εγκαταλείπει, όμως, τους συντρόφους του. «Δεν θα σας αφήσω» είπε στον Γκεβάρα. «Αυτές οι προσωπικές θέσεις σε σχέση με τους ανθρώπους που εκτιμά είναι το κλειδί που εξηγεί τον φανατισμό που δημιουργεί στον περίγυρό του», θα γράψει αργότερα ο Τσε. Στις 31 Ιουλίου απελευθερώνεται και ο Γκεβάρα.

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 25ης Νοεμβρίου 1956, 82 άντρες με στολή αγγαρείας επιβιβάζονται στο «Γκράνμα». Αποπλέουν από το Μεξικό και κατευθύνονται προς την Κούβα, με σκοπό να καταλάβουν την εξουσία. Το «Γκράνμα» είναι ένα μικρό ξύλινο γιοτ που χωράει όλους κι όλους 25 επιβάτες.

Οι επαναστάτες δεν βρίσκουν πού να καθίσουν. «Είναι πιο κατάλληλο για κρουαζιέρα συνταξιούχων γιάνκηδων, παρά για απόβαση επαναστατών. Όλα μοιάζουν με παρωδία» γράφει στις σημειώσεις του ο Γκεβάρα, προσθέτοντας αργότερα: «Μόνο η τραγική κατάληξη του εγχειρήματος θα αποχρωματίσει την απόπειρα από τη χροιά του τσίρκου και θα της αποδώσει το ιστορικό μεγαλείο ή τον τραγικό χαρακτήρα της».

Στις 2 Δεκεμβρίου 1956, το «Γκράνμα» πλησιάζει προς τις ακτές της Κούβας, αλλά πέφτει σ’ ένα λαβύρινθο από τεχνητές λίμνες. «Δεν ήταν απόβαση, ήταν ναυάγιο» γράφει ο Γκεβάρα. «Ήταν θρίαμβος της τύχης που φθάσαμε στην Κούβα» συμφωνεί ο Φιντέλ. Με την ιστορική φράση του Τσε «Ας είμαστε ρεαλιστές! Ας κυνηγήσουμε το ακατόρθωτο!» συνοψίζεται η αποφασιστικότητα των επαναστατών να πραγματοποιήσουν το δύσκολο εγχείρημά τους.

Τελικά, οι άνδρες του Κάστρο αποβιβάζονται στην ακτή, φθάνουν στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα και αρχίζουν να οργανώνουν το αντάρτικο. Ο στρατός προσπαθεί να τους κλείσει τον δρόμο προς τα βουνά. Ένας χωρικός τους «καρφώνει». Η ομάδα δέχεται την πρώτη επίθεση και αποδεκατίζεται. Επιβιώνουν μόνο 20 από τους 82 αντάρτες. Ο Τσε τραυματίζεται.

Το αντάρτικο, όμως, φουντώνει. Οι εθελοντές πυκνώνουν τις τάξεις του αντάρτικου. Ακολουθεί δεύτερη επαναστατική απόπειρα στις 17 Φεβρουάριου 1957. Τον Ιούλιο δημιουργείται η «Τέταρτη Φάλαγγα» του στρατού του Φιντέλ. Ως το 1958 οι επαναστάτες σημειώνουν μικρές νίκες και μέσα σ’ ένα χρόνο καταφέρνουν τον οριστικό θρίαμβο. Αναλαμβάνουν την εξουσία την 1η Ιανουαρίου 1959, οπότε ο δικτάτορας Φουλχένσιο Μπατίστα εγκαταλείπει τη χώρα. Η Κουβανική Επανάσταση είχε θριαμβεύσει.

Στις 16 Φεβρουαρίου, ο Φιντέλ Κάστρο αναλαμβάνει την πρωθυπουργία, ενώ ο αδελφός του, Ραούλ, αναλαμβάνει το Υπουργείο Στρατιωτικών. Ένα από τα πρώτα του μέτρα ήταν η εθνικοποίηση μεγάλων αγροτικών εκτάσεων και αμερικανικών επιχειρήσεων. Η αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών δεν άργησε να φανεί. Στις 19 Οκτωβρίου 1960 επιβάλλουν οικονομικό εμπάργκο, ενώ στις 3 Ιανουαρίου 1961 διακόπτουν τις διπλωματικές σχέσεις με την Κούβα, διατηρώντας μόνο τη στρατιωτική βάση στον κόλπο του Γκουαντάναμο.

Για τις ΗΠΑ, η Κούβα αποτελεί πλέον «κόκκινο μίασμα», και ο Κάστρο μπαίνει στο στόχαστρο της Ουάσιγκτον. Οι προσπάθειες ανατροπής του αποτυγχάνουν, όπως φάνηκε στην αποτυχημένη απόβαση της CIA στον «Κόλπο των Χοίρων» στις 17 Απριλίου 1961. Η CIA εκτίμησε λανθασμένα ότι ο Κάστρο δεν είχε λαϊκή υποστήριξη. Αντίθετα, την Πρωτομαγιά του 1961, ο Κάστρο ανακήρυξε την Κούβα σοσιαλιστικό κράτος, με το Κομμουνιστικό Κόμμα ως τον μοναδικό νόμιμο πολιτικό φορέα.

Το 1962, η Κούβα γίνεται το επίκεντρο της διεθνούς σκηνής όταν ο Κάστρο συμφωνεί με τη Σοβιετική Ένωση για την εγκατάσταση βαλλιστικών πυραύλων στο νησί. Η «Κρίση των Πυραύλων» (15 – 28 Οκτωβρίου) φέρνει τον κόσμο στα πρόθυρα πυρηνικού πολέμου. Η κρίση τελειώνει όταν ο Νικίτα Χρουστσόφ και ο Τζον Κένεντι αποφασίζουν, χωρίς τη συναίνεση του Κάστρο, τη διάλυση των πυραυλικών βάσεων, απομακρύνοντας προσωρινά τον κίνδυνο.

Ο Φιντέλ Κάστρο υπήρξε μια προσωπικότητα με εξαιρετική ενεργητικότητα και ευφυΐα, ενώ διέθετε έντονο πολιτικό ένστικτο. Ήταν χαρισματικός ομιλητής, ικανός να μαγνητίζει το ακροατήριό του για ώρες. Αν και κέρδισε την υποστήριξη πολλών, προκάλεσε και έντονες αντιδράσεις, οδηγώντας εκατοντάδες χιλιάδες Κουβανούς στην εξορία, με αρκετούς να καταφεύγουν στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι πολιτικές του συνέβαλαν στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου του κουβανικού λαού. Πέτυχε ανακατανομή του πλούτου, βελτίωσε την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και κοινωνικής πρόνοιας, ενώ ενίσχυσε σημαντικά την εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες. Στην Κούβα, η παιδεία και οι υγειονομικές υπηρεσίες παρέχονται δωρεάν.

Ωστόσο, ο Κάστρο εγκαθίδρυσε ένα αυταρχικό καθεστώς. Δεν υπήρχε πολιτική πολυφωνία, καθώς το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι το μόνο νόμιμο. Παρά τις τακτικές εκλογές από το 1976, οι υποψήφιοι ήταν αποκλειστικά επιλεγμένοι από το καθεστώς. Τα μέσα ενημέρωσης ελέγχονταν πλήρως από την κυβέρνηση, ενώ το κράτος δικαίου απουσίαζε, με χιλιάδες αντιφρονούντες να φυλακίζονται. Η εξουσία συγκεντρωνόταν σε μια στενή γραφειοκρατική ομάδα υπό την ηγεσία του Κάστρο.

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο Κάστρο προσπάθησε να εξαγάγει την ένοπλη επανάσταση, κυρίως στη Λατινική Αμερική. Το 1975, με στήριξη της Σοβιετικής Ένωσης, η Κούβα συμμετείχε στον εμφύλιο της Αγκόλα, ενώ το 1978 βοήθησε την Αιθιοπία να αποκρούσει την εισβολή της Σομαλίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Κούβα είχε αναπτύξει στο εξωτερικό έως και 40.000 στρατιώτες.

Παρά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, που στέρησε από την Κούβα έναν σημαντικό οικονομικό σύμμαχο, ο Κάστρο παρέμεινε στην ηγεσία, συνεχίζοντας να αμφισβητεί την πολιτική της Ουάσινγκτον και να διατηρεί το καθεστώς του αμετάβλητο.

Στις 31 Ιουλίου 2006, λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας, παρέδωσε προσωρινά την εξουσία στον αδελφό του, Ραούλ Κάστρο. Η μεταβίβαση έγινε οριστική στις 24 Φεβρουαρίου 2008.

 

Η προσωπική ζωή και ο θάνατος

Για την προσωπική Ζωή του Κάστρο δεν υπάρχουν στοιχεία. Ο «κομαντάντε» της κουβανικής επανάστασης ήθελε να κρατάει τον ιδιωτικό βίο μακριά από την πολιτική δράση του. Όπως έγινε γνωστό από δημοσιεύματα κυρίως του ισπανικού Τύπου, ο Κάστρο είχε παντρευτεί σε δεύτερο γάμο τη Ντάλια Σότο ντελ Βάγε, με την οποία απέκτησε πέντε αγόρια (Αντόνιο, Αλεχάντρο, Αλέξις, Αλεξάντερ, Άνχελ). Ο Κάστρο είχε ακόμη δύο παιδιά, από ισάριθμες σχέσεις του, τον Χόρχε Άνχελ και τη Φρανσίσκα. Συνολικά, από τους δύο γάμους του και τις πολυάριθμες σχέσεις του είχε αποκτήσει 9 παιδιά (7 αγόρια και 2 κορίτσια).

Από το 2008, που αποτραβήχτηκε από την εξουσία, έκανε μόνο σποραδικές δημόσιες εμφανίσεις, που απασχολούσαν πάντα τα ΜΜΕ όλου του κόσμου. Ο Φιντέλ Κάστρο πέθανε στις 25 Νοεμβρίου 2016 στην Αβάνα, σε ηλικία 90 ετών.