Ο Έλληνας που έγινε πλούσιος για να αποδείξει ότι τα λεφτά δεν έχουν σημασία

Ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο πρώτος φιλόσοφος της ανθρωπότητας, έκανε κάτι που κανείς δεν περίμενε: έγινε πλούσιος επίτηδες, μόνο και μόνο για να αποδείξει ότι τα λεφτά δεν έχουν σημασία.

Δεν του άρεσε να μιλά. Προτιμούσε να παρατηρεί. Έδειχνε αφηρημένος, αλλά μέσα του δούλευαν όλα. Κάποτε, κοιτάζοντας τ’ αστέρια, έπεσε σ’ ένα πηγάδι. Η υπηρέτρια που τον είδε, γέλασε δυνατά: «Τα ουράνια μελετάς, τα γήινα δεν τα βλέπεις». Ήταν ο Θαλής ο Μιλήσιος. Ο πρώτος φιλόσοφος. Ο άνθρωπος που έλεγε πως όλα ξεκινούν από το νερό. Αλλά που η πιο συγκλονιστική του πράξη, δεν ήταν ούτε μαθηματική, ούτε αστρονομική. Ήταν μια σιωπηλή, αθόρυβη απόδειξη για το τι πραγματικά αξίζει.

Δεν είχε πλούτη. Δεν είχε οικογένεια. Δεν είχε δόξα. Μόνο σκέψη. Κάποιοι, όμως, τον ειρωνεύτηκαν: «Αφού είσαι τόσο σοφός, γιατί δεν πλουτίζεις;» Και τότε, ο Θαλής έκανε κάτι που μόνο κάποιος που δεν τον νοιάζουν τα λεφτά θα τολμούσε. Παρατήρησε τον ουρανό. Είδε τα σημάδια μιας εξαιρετικής σοδειάς ελιάς. Χωρίς να μιλήσει σε κανέναν, νοίκιασε όλα τα ελαιοτριβεία της Μιλήτου. Όλα. Ένα προς ένα.

Όταν ήρθε ο καιρός της συγκομιδής, και όλη η πόλη γέμισε καρπό, όλοι έψαχναν ελαιοτριβείο. Ο μόνος που είχε, ήταν εκείνος. Ο σιωπηλός. Ο αφηρημένος. Ο φιλόσοφος που “δεν ήξερε να ζει”. Μέσα σε λίγες μέρες, ο Θαλής έγινε πλούσιος. Κάποιος θα έλεγε, πάμπλουτος. Και μόλις το πέτυχε, χαμογέλασε. Και είπε απλά: «Μπορεί ένας σοφός να πλουτίσει, αν το θελήσει. Αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο.»

Δεν κράτησε τα λεφτά. Δεν έγινε έμπορος. Δεν άνοιξε ελαιοτριβεία. Δεν επένδυσε. Γύρισε πίσω στη σιωπή του. Στον ουρανό. Στη λογική. Στη φιλοσοφία.

Ήταν ο άνθρωπος που πρώτος είπε «Γνώθι σαυτόν». Ο άνθρωπος που κοιτούσε τον ήλιο, και δεν έβλεπε θεό, αλλά φως και σκιά. Που μέτρησε το ύψος των πυραμίδων με μια ράβδο στο χώμα. Που αρνήθηκε να παντρευτεί γιατί ήξερε ότι η σοφία του θα γινόταν το παιδί του. Που έλεγε πως το πιο σοφό πράγμα είναι ο χρόνος – γιατί αποκαλύπτει τα πάντα.

Ο Θαλής πέθανε ήσυχα, λένε, σε ένα στάδιο, κάτω από τον ήλιο, από ηλίαση. Σαν να ‘θελε να γίνει κι αυτός φως. Δεν ήθελε τίποτα. Είχε καταλάβει τα πάντα.