Ο συνθέτης γεννήθηκε σαν σήμερα, 7 Σεπτεμβρίου το 1949

Ο Πέτρος Βαγιόπουλος γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 7 Σεπτεμβρίου το 1949, στους Σοφάδες Καρδίτσας και ξεκίνησε τις σπουδές του στα Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ενώ για αρκετά χρόνια δίδαξε σε φροντιστήρια. Ωστόσο, η αφοσίωσή του στη μουσική και το τραγούδι τον οδήγησε να εγκαταλείψει κάθε άλλη επαγγελματική πορεία, αφιερώνοντας τη ζωή του στη σύνθεση και τη δημιουργία.

Η σπουδαία καριέρα

Από το 1983, η συνεργασία του με τον σπουδαίο στιχουργό Μανώλη Ρασούλη έδωσε στην ελληνική μουσική αξέχαστους δίσκους, που συνδυάζουν συναισθηματική δύναμη με κοινωνικό μήνυμα, ακολουθώντας το σύνθημα «συγκίνηση μεν, συνείδηση δε». Οι δίσκοι τους περιλαμβάνουν τίτλους όπως: Εσύ κι αν γίνεις υπουργός, Πότε Βούδας, πότε Κούδας, Βαλκανιζατέρ, Σελοτέιπ, Στο Νοηματουργείο, Τι γυρεύεις μεσ’ στην Κίνα Τσάκυ Τσαν;, Με καλαματιανό ρυθμό (με συμμετοχή της Μαρίζας Κωχ) και Γεια σου κυρ Εισαγγελέα.

Στα τραγούδια του έχουν δώσει τη φωνή τους σπουδαίοι καλλιτέχνες όπως η Γλυκερία, ο Νίκος Παπάζογλου, η Ελένη Βιτάλη, οι Κατσιμίχες, ο Ορφέας Περίδης, ο Πέτρος Γαϊτάνος, ο Μανώλης Μητσιάς, η Ναταλί Ρασούλη και πολλοί άλλοι. Επιπλέον, έχει συνεργαστεί με συνθέτες και στιχουργούς όπως ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Γιάννης Λογοθέτης, ο Λεύτερης Παπαδόπουλος και ο Ηλίας Κατσούλης. Παράλληλα με τη μουσική, ο Πέτρος Βαγιόπουλος εργάστηκε για χρόνια ως παραγωγός ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών, εμπλουτίζοντας την πολιτιστική σκηνή της χώρας.

Η ιστορία πίσω από το «Πότε Βούδας πότε Κούδας»

Πολλοί έχουν αναρωτηθεί τι σύνδεση μπορεί να έχει ο Βούδας με τον Κούδα και πώς ο Μανώλης Ρασούλης έγραψε τους ξεχωριστούς, παιχνιδιάρικους στίχους του τραγουδιού «Πότε Βούδας, πότε Κούδας» που κυκλοφόρησε το 1986, ερμήνευσε ο Νίκος Παπάζογλου και κέρδισε την καρδιά του ελληνικού κοινού. Ο συνθέτης Πέτρος Βαγιόπουλος μίλησε στον Κωνσταντίνο Παυλικιάνη και αποκάλυψε την ιστορία που κρύβεται πίσω από τη δημιουργία αυτού του θρυλικού τσιφτετελιού.

Πιο συγκεκριμένα, ανέφερε: Ο Κλεφτογιάννης ήταν ένας κατασκευαστής μπουζουκιών στην Κυψέλη. Δεν ξέρω ποιος με είχε πάει εκεί. Είδα ένα μικρό μπουζουκάκι, κάτι ανάμεσα σε τζουρά και μπουζούκι, και λέω:

– Σαν εκείνο, θέλω κι εγώ ένα!

Αλλά ο Κλεφτογιάννης, αντί να φτιάξει ένα, έκανε πέντε. Και μου λέει:

– Αυτό να πάρεις! Έχει ωραίο ήχο!

– Όχι. Εγώ θα γυρίσω ανάποδα, θα βλέπω τον τοίχο κι εσύ θα μου παίξεις το νούμερο ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε. Και θα μου παίζεις την ίδια μελωδία.

Παίζει και του λέω:

– Το τέταρτο!

– Πέτρο, το τρία είναι καλύτερο.

– Το τέταρτο θέλω!

Ο Πέτρος Βαγιόπουλος και ο Κωνσταντίνος Παυλικιάνης

Κι είναι αυτό που παίζει στο «Πότε Βούδας Πότε Κούδας». Στο original, όχι στο live. Άρχισα, λοιπόν, να μαθαίνω να παίζω όπως παίζουν το «Ένα Νερό Κυρά Βαγγελιώ». Όπως έπαιζα με το οργανάκι, έβγαλα το κουπλέ του «Πότε Βούδας Πότε Κούδας», χωρίς λόγια. Μετά η διαδικασία είναι εύκολη για μένα. Μετά έγραψα την «ξεσηκωτική» εισαγωγή. Η εισαγωγή, λοιπόν που έβαλα, αρχίζει με 5-6 νότες που υπάρχουν και σε ένα τσιφτετέλι του Βαγγέλη Περπινιάδη, το «Το μπουζούκι μου Έχει Κέφια» (1963) και στον «Τσιγγάνο» του Μητσάκη [σ.σ. το ερμήνευσε ο Μανώλης Αγγελόπουλος το 1959]. Υπάρχει, όμως, συγκεκριμένος λόγος που το βάζω αυτό. Είναι μια αναφορά δική μου στους προγενέστερους δημιουργούς. Δεν είναι τυχαίο, ούτε είπα «κάτσε να κλέψω λίγο τον τάδε». Το κάνω για να τους τιμήσω. Φυσικά κανένας δεν μου το επισήμανε αυτό, γιατί δεν είναι γνώστες. Ειδάλλως θα μου λέγανε «ρε συ, αυτό το πήρες από τον Μητσάκη ή τον Περπινιάδη». Δεν είναι γνώστες. Βέβαια μετά τις 5 νότες, όλο το παρακάτω είναι εντελώς διαφορετικό. Όταν το ανέφερα σε τηλεοπτική εκπομπή, που ήταν παρών και ο Μίμης Ανδρουλάκης, μου είπε:

– Πέτρο, αυτά που λες, δεν τα λέει κανένας.

– Εγώ δεν έχω να κρύψω τίποτα, Μίμη.

Αφού, λοιπόν, γράφω τη μουσική, παίρνω τηλέφωνο στον Μανώλη Ρασούλη. Δεν απαντά. Δεν υπήρχαν και τα κινητά. Παίρνω τηλέφωνο στην αδελφή του. «Όχι, δεν είναι εδώ». «Λες να είναι Θεσσαλονίκη;». «Λες να είναι Κρήτη;». Λέω «τι κάνουμε τώρα;». Αφού έχω γράψει τη μουσική, θέλω να μπει στιχάκι επάνω. Λέω «κάτσε να πάρω το Αβγό». Όταν γνωριστήκαμε με τον Μανώλη, για να τον γνωρίσω καλύτερα, μου έδωσε και τα 7 τεύχη του Αβγού που είχε βγάλει. Ήτανε τρία περιοδικά και τέσσερις εφημερίδες. Κι έψαχνα να βρω ένα κομματάκι που να ταιριάζει πάνω στη μουσική. Σε μία από τις εφημερίδες, γυρνάω στη δεύτερη σελίδα και κοιτάω: «Πότε Βούδας πότε Κούδας / έχω καταλάβει ήδη / Πότε Ιησούς κι Ιούδας / της ζωής μου το παιχνίδι». Λέω.. «καλόοο! Αυτογνωσία!». Το άλλαξα λίγο, έβαλα «Πότε Βούδας πότε Κούδας / πότε Ιησούς κι Ιούδας» για να ταιριάξει περισσότερο. Κάτω από αυτό το τετράστιχο έλεγε «Ένα κι ένα κάνουν δύο / λένε μες στο καφενείο / μα εγώ, εγώ με σένα / ένα κι ένα κάνουν ένα». Λέω καλό κι αυτό αλλά δεν ταιριάζει με το προηγούμενο, ώστε να έχει μια συνάφεια να το κρατήσω στο τραγούδι. Μετά έκανα το εξής: πήρα όλες τις εφημερίδες και τα περιοδικά και μάζεψα όλα τα δίστιχα που είχε βάλει. Έλεγε σε ένα: «Ύψος Λένιν με μαλλί / χρώμα βερυπεπονί». Κάποιος, δηλαδή, στο ύψος του Λένιν, αλλά με μαλλί κι επί πλέον κάνει και το «βαρύ πεπόνι»! Επίσης, μου έκανε εντύπωση ένα που έγραφε «Κύριε Ρασούλη διαβάσατε την καινούργια συνέντευξη του Νταλάρα;». Απάντηση ο Ρασούλης: «Τι να πει; Όλο ίδια και τα ίδια / του μυαλού του ροκανίδια». Το παίρνω εγώ αυτό και το κάνω «Όλο ίδια και τα ίδια / του μυαλού σου ροκανίδια». Πρέπει τώρα να το συμπληρώσω αυτό. Στην τελευταία σελίδα του περιοδικού, είχε μία φωτογραφία του Γιάννη Καψή, πατέρα των δημοσιογράφων Παντελή και Μανώλη Καψή. Αυτός ήταν υφυπουργός Εξωτερικών. Και έλεγε ο Ρασούλης, αναφερόμενος σ’ αυτόν, που είχε λίγο πεταχτά μάτια, ότι δεν κάνει καλή πολιτική. «Άλλο ο ανοιχτομάτης κι άλλο ο αυγουλομάτης». Ωραία! Έτοιμο και το δεύτερο κουπλέ. Πάμε για το τρίτο. Βρήκα και το «Στο ‘πα μια και στο ‘πα δύο / στο ‘πα χίλιες δέκα δύο», έκφραση που χρησιμοποιεί κατά κόρον ο Μανώλης… έχει πλάκα. Τώρα, σε ό,τι αφορά το «Βρε δεν είναι εδώ το Σούλι / εδώ είναι του Ρασούλη», μέσα στο περιοδικό το γράφει αλλιώς, αλλά το αληθές μού το έχει πει ο Μανώλης. Έμενε σ’ ένα ημιυπόγειο και μαζεύονταν όλες οι «καρακάξες», οι κουτσομπόλες, της γειτονιάς 7 η ώρα το πρωί μπροστά από την πόρτα του. Ο Μανώλης γύριζε στις 4-5 το πρωί… και ξυπνούσε, άνοιγε λίγο την πόρτα και τους έλεγε:

– Βρε, κυρίες μου, πάτε πιο πέρα. Κοιμάμαι.

– Κοιμάσαι; Μόνο οι τεμπέληδες κοιμούνται αυτήν την ώρα!

Έφυγαν σιγά-σιγά. Την άλλη μέρα το πρωί, 7 η ώρα, μπροστά πάλι. Και αφού συνέβη 4-5 φορές, λέει «Τώρα θα δεις, τι θα τις κάνω!». Βγάζει όλα τα ρούχα και το σώβρακο και τσίτσιδος ανοίγει απότομα την πόρτα και λέει:

– Καλημέρα, τι κάνετε;

Τρόμαξαν και έφυγαν σαν τις κότες! Και θριαμβευτής ανέκραξε:

– Εδώ δεν είναι το Σούλι. Είναι του Ρασούλη!

Είχε πλάκα κι αυτό. Έτοιμο και το τρίτο κουπλέ. Όλα αυτά που έβαλα ήταν πρόχειρα, ώστε να τα δει ο Μανώλης και να γράψει άλλους στίχους. Όμως, ο πρώτος στίχος μού άρεσε, γιατί ήξερα ότι ο Μανώλης περιέγραφε τον εαυτό του και ήταν και ποδοσφαιριστής στα δεύτερα του Ηροδότου και ήθελε, ας πούμε, να μοιάσει του Κούδα κι αυτός. Εξ ου και το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας». Το «Πότε Ιησούς κι Ιούδας» σημαίνει ότι τη μία κάποιον τον εξυψώνεις και την άλλη τον καταδικάζεις. Και το «έχω καταλάβει ήδη της ζωής μου το παιχνίδι» είναι η ουσία, που όλοι θα έπρεπε να έχουν. Μια φορά του λέω του Μανώλη:

– Ρε Μανώλη, άκου να δεις τι γράφει η Απογευματινή!

– Το διάβασα!

– Υπάρχει ένα έργο…

– Το είδα!

Δεν ήθελε ν’ ακούσει από σένα ότι αυτό που πήρε το Oscar είναι καλό ή όχι. Το έβλεπε ο ίδιος, για να έχει ιδίαν γνώμην. Είχε σπουδάσει και σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου. Ο Μανώλης ήταν πρωτοποριακός, πρωτογενής και αυτό έγινε γνωστό -ή τον σεβάστηκαν περισσότερο- μετά τον θάνατό του, όταν είδαν ότι δεν έγραφε ούτε έλεγε μαλακίες. Όλα αυτά που έλεγε ήταν προσεγμένα. Μπορούσες, ας πούμε, ν’ αντιπαρατεθείς, ότι «δεν συμφωνώ μ’ αυτό που λέει», αλλά όμως θα έπρεπε να προσέχεις πολύ αυτά που λέει. Και ιδίως τι λέει στα τραγούδια του. «Εδώ στη ρωγμή του χρόνου». Άμα δεν είσαι διαβασμένος, δεν ξέρεις τι γράφει. Αν του ζητούσες, όμως, να σου εξηγήσει τι γράφει, θα σου εξηγούσε. Το αναφέρω αυτό σε αντιδιαστολή με τον Χριστοδούλου που, άμα τον ρωτούσες «τι εννοείς», σου απαντούσε «άμα δεν καταλαβαίνεις, μην το πιάνεις». Όταν γύρισε ο Ρασούλης απ’ το Λονδίνο και βρήκε έτοιμο το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας», είπε:

– Αυτό είναι σουξέ!

– Εντάξει τώρα… «σουξέ»… Είναι δύσκολο να γίνει σουξέ ένα τσιφτετέλι. Και, βρε Μανώλη, ποιος θα το καταλάβει το «έχω καταλάβει ήδη / της ζωής μου το παιχνίδι»;

– Ένας στους εκατό αρκεί. Εκεί που χορεύει, μπορεί να σκεφτεί «τι λέει εδώ πέρα».

– Πάρε τα στιχάκια κι άλλαξε όσα θες. Πάντως το πρώτο μού αρέσει. Δεν μ’ αρέσει το «Άλλο ο ανοιχτομάτης κι άλλο ο αυγουλομάτης». Δεν μ’ αρέσει σαν λέξη.

– Δεν το βάζω τυχαία. Μόνο εκεί που λέει «εδώ είναι του Ρασούλη», θα το αλλάξω και θα βάλω κάτι άλλο.

– Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις. Γιατί τα στιχάκια, πέραν του ότι είναι δικό μου μοντάζ, θα γράφει ότι είναι δικά σου.

Σ’ ένα μήνα, μου λέει:

– Ρε συ, να τ’ αφήσω όπως είναι; «Βρε δεν είναι εδώ το Σούλι, εδώ είναι του Ρασούλη»; Κι ο Τσιτσάνης έχει βάλει τ’ όνομά του.

– Δεν ξέρω, κάνε ό,τι θες εσύ. Θα χρεωθεί ότι είναι δικό σου.

Στο οπισθόφυλλο του δίσκου ο Ρασούλης γράφει «Οι στίχοι είναι μοντάζ του Πέτρου από το περιοδικό Αβγό…» κ.λπ., πιστεύω για να ξεφύγει από το «Βρε δεν είναι εδώ το Σούλι, εδώ είναι του Ρασούλη». Ότι δηλαδή «ο Πέτρος το έκανε, εγώ αν ήμουνα δεν θα το είχα βάλει, αλλά από την στιγμή που το ‘βαλε ο Πέτρος, ας το, καλά είναι!». Οι νότες που παίζει ο Ναπολέων (Μουλιάκος) στην εισαγωγή στην πρώτη εκτέλεση είναι συγκεκριμένες. Δεν είναι στο περίπου. Και φαίνεται περισσότερο στο ορχηστρικό, που υπάρχει μόνο στην κασέτα, γιατί βγήκε και σε κασέτα το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας», όπου η μία πλευρά ήταν δύο λεπτά μεγαλύτερη από την άλλη. Οπότε για να καλυφθεί το κενό των δύο λεπτών, βάλαμε ορχηστρικό από το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας». Έχω την κασέτα σαν ντοκουμέντο, στην οποία εκεί φαίνεται η ωραία ενορχήστρωση που έχω κάνει -για να είμαστε όμως δίκαιοι, ενορχήστρωση έκανα εγώ με τις ιδέες που είχα, αλλά τις υλοποίησε ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος. Με τον Καλαντζόπουλο κάναμε μαζί την ενορχήστρωση. Του λέω κάποια στιγμή:

– Ρε συ, Παναγιώτη, θέλω κι ένα ούτι.

Εκεί που τραγουδά ο Νίκος «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» υπάρχει από κάτω μια κλασσική κιθάρα, που παίζει σαν ούτι, που δεν ακούγεται πολύ, αλλά είναι θαυμάσια. Εγώ είμαι φιλότιμος άνθρωπος και θέλω να είμαι εντάξει μ’ αυτούς που με βοηθάνε. Και πίστεψα ότι ένας που με βοήθησε ήταν ο Μαραβέλιας της Λύρα, που μου έδωσε τη δυνατότητα να δισκογραφήσω για πρώτη φορά. Οπότε του πάω την κασέτα με τον νέο δίσκο. Πέρασε ένα εξάμηνο και δεν είχα καμία απάντηση. Και στη CBS τότε πήγε σαν παραγωγός ο Αντώνης Βαρδής. Τον Αντώνη τον ήξερα σαν συνθέτη κ.λπ. Βρεθήκαμε, μιλήσαμε και του είπα έτσι κι έτσι. Μου είπε «άσε να τ’ ακούσω» κ.λπ. Το ακούει ο Αντώνης και μου λέει:

– Αυτός ο δίσκος θα γίνει!

Του άρεσε πάρα πολύ. Αφού ήταν να βγει από τη CBS, μετέπειτα Sony, λέω στον Βαρδή -γιατί ο Βαρδής ήταν ο παραγωγός του δίσκου:

– Ρε συ, ξέρεις ποιος μ’ αρέσει; Ο Λιδάκης!

– Τον έχει ο Γιώργος ο Μακράκης ως παραγωγός.

Του λέω του Γιώργου Μακράκη:

– Ρε, Γιώργο, έχω ένα τραγούδι, το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας», για να το πει ο Λιδάκης.

– Ε, ρε Πέτρο, δεν λέει λαϊκά τραγούδια ο Μανώλης!.

Εγώ όμως, πίστευα ότι ο Λιδάκης έχει λαϊκή φωνή. Αυτοί τον είχαν για «ελαφρά». Είπαν από την εταιρεία ότι έχουν κι άλλους τραγουδιστές. Ήμασταν ανοιχτοί σε όλα. Τους ακούσαμε και δεν μας έκαναν. Πρότεινα κάποια στιγμή τον Παπάζογλου, η εταιρεία καταχάρηκε, γιατί είχαμε ήδη κλείσει τη Γλυκερία και τον Λεωνίδα Βελή. Ο Ρασούλης ήταν λίγο «συγκρατημένος» γιατί τον ήξερε καλά τον Παπάζογλου. Πήρα τον Νίκο, είπε «στείλε το». Του το έστειλα. Και λέω του Μανώλη:

-Ρε συ, Μανώλη, έχεις κι ένα άλλο στιχάκι που είναι γαμιστερό. Αυτό που λέει «Ένα κι ένα κάνουν δύο / λένε μες στο καφενείο».

– Α, ας το αυτό, το ‘χει κάνει ο Παπάζογλου.

Μου το τραγουδά.

– Ρε συ, αυτό είναι πολύ ωραίο! Σε ποιόν δίσκο;

– Είναι βλάκας. Δεν το έχει βάλει πουθενά!

– Θέλεις να βάλω μια εισαγωγή και να το λέμε στις συναυλίες;

– Αμέ!

Η εισαγωγή στο «Ένα Κι Ένα» είναι δική μου. Και βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη και πάμε για Χρυσοπηγή Καβάλας για μία συναυλία. Περνάμε από το Αγροτικό [σ.σ. το στούντιο του Νίκου Παπάζογλου] και μας λέει ο Νίκος:

– Να σας βάλω κάνα τραγούδι απ’ τον καινούργιο δίσκο που βγάζω;

– Αμέ!

Μας βάζει, λοιπόν, τη «Ρωγμή Του Χρόνου», η οποία είναι διασκευή της πρώτης εκτέλεσης που τραγουδά ο Ρασούλης, από τον δίσκο του «Ναι Στο Ναι Και Ναι Στο Όχι» του 1984. Όμως, διασκευή χωρίς να ειδοποιηθεί ο Μανώλης. Θα μου πεις, πήρε άδεια από την ΑΕΠΙ. Αλλά… ΟΚ. Τυπικά θα έπρεπε να του τηλεφωνήσει. Γι’ αυτό σου λέω ότι ο Μανώλης ήταν λίγο κρατημένος. Του λέω του Νίκου:

– Τι έγινε ρε Νίκο; Θα έρθεις να μας πεις το τραγούδι;

– Εντάξει… θα το δούμε…

Πάμε στη Χρυσοπηγή και λέει ο Μανώλης:

– Έλα, χέσ’ τον! Αφού δεν θέλει!

– Έλα ρε, Μανώλη…

Στη Χρυσοπηγή ήταν πάρα πολύ ωραία, μ’ ένα θεατράκι μικρό, γύρω όλο νερά. Καθόμαστε στην εξέδρα και, πριν αρχίσουμε, σηκώνεται ένας γέρος με μουστάκι, γένια κ.λπ., πλησιάζει τον Μανώλη, βγάζει ένα χιλιάρικο, του το κολλάει στο μέτωπο και ζητάει τις «Βεργούλες» [σ.σ. «Τα Δυο Σου Χέρια» του Μάρκου Βαμβακάρη]. Και λέει ο Μανώλης:

– Εντάξει. Θα το πούμε αργότερα!

Ήταν μια ωραία συναυλία. Τέλος πάντων, γυρνάμε και ξανασυναντιόμαστε με τον Παπάζογλου. Ο Παπάζογλου δεν ήθελε να έρθει να ηχογραφήσει το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας». Του άρεσε πολύ το τραγούδι, αλλά δεν ήθελε να ‘ρθει, γιατί θα έβγαζε το «Μέσω Νεφών», τον δικό του δίσκο.

– Εντάξει, ρε Πέτρο, θα το κοιτάξουμε… Πότε είναι να βγει ο δίσκος;

– Που να ξέρω, ρε συ Νίκο; Το φθινόπωρο. Τι σε πειράζει;

– Α, εμένα με πειράζει! Θα βγει ο δικός μου!

– Τι να σου πω. Δεν ξέρω πώς δουλεύουνε οι εταιρείες… Ρε Νίκο, έχεις γράψει με τον Μανώλη κι ένα θαυμάσιο τραγούδι νέο.

– Ποιο;

– Το «Ένα κι ένα κάνουν δύο».

Έκανε έναν μορφασμό.

– Ε, εντάξει μωρέ…Ούτε εισαγωγή δεν έχω βάλει!

– Άκου να σου πω. Του έβαλα μία εισαγωγή και το παίζουμε σ’ αυτές τις συναυλίες, τις λίγες που έχουμε. Και ξέρεις τι ανταπόκριση έχει στον κόσμο από κάτω; Φοβερή! Θέλεις, τώρα που θα πάω στην Αθήνα, να στο στείλω;

– Ε, στείλ’το…

– Κοίτα να δεις, άμα δεν σου αρέσει εσένα, πες το μου να το βάλω στον δίσκο τον δικό μου και θα βάλω τ’ όνομά σου.

Ο Νίκος με κοίταξε «με ένα μάτι»! Σου λέει «τόσο καλό είναι;». Ενώ εγώ μόλις το άκουσα από τον Μανώλη, είπα ότι αυτό είναι σουξέ! Πριν ακόμα βάλω την εισαγωγή! Του το έστειλα. Δεν με ενημέρωσε ότι το έλαβε, αλλά το έβαλε πρώτο στον δίσκο. Και πάμε στη Λάρισα, γιατί είχαμε στον Αμπελώνα μία συναυλία, και λέω στον Μανώλη:

– Κοίταξε, θα του τηλεφωνήσω τελευταία φορά.

– Πέτρο, μην παίρνεις καθόλου! Ας τον!

– Όχι, κοίταξε να σου πω. Θα του πω το εξής, για να είμαστε εντάξει. Θα του πω: πες μας Νίκο «δεν έρχομαι» για να ξέρουμε τι να κάνουμε. Μας αφήνεις μετέωρους με το «θα το δούμε». Αν δεν έρθεις, πες μας το, για να βρούμε άλλον τραγουδιστή.

Παίρνω τον Νίκο και του λέω:

– Άκου Νίκο. Ούτε εγώ, ούτε ο Μανώλης θα σου κρατήσουμε κακία εάν δεν έρθεις. Ξέρεις γιατί στεναχωριόμαστε; Γιατί δεν ξέρουμε τι να κάνουμε! Αν δεν έρθεις, θα βρούμε άλλη λύση. Όμως το να περιμένουμε αν και πότε θ’ αποφασίσεις, δεν είναι σωστό.

– Όχι… πες του Μανώλη ότι θα έρθω.

Έρχεται Αθήνα, υπογράφει ένα συμβόλαιο με την εταιρεία πολύ καλό -για πάρτη του- και μαζεύεται στο στούντιο όλη η εταιρεία, να τον ακούσει να τραγουδά. Και οι διευθυντάδες και ο Γιώργος Πολυχρονίου, όλοι στο Sierra. Ο Αντώνης Βαρδής, που ήταν ο παραγωγός του δίσκου μας, τούς είπε:

– Αν δεν κάνετε σ’ αυτόν τον δίσκο τηλεοπτική διαφήμιση, είστε μεγάλοι μαλάκες!

Ο Βαρδής πίστευε ότι το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» θα γίνει ένα από τα μεγαλύτερα σουξέ. Και σαν ενορχηστρωτής δεν μπερδεύτηκε στα πόδια μας καθόλου. Δεν είπε τίποτα εντελώς. Έδωσαν ό,τι λεφτά ζήτησε ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος για να είναι συνενορχηστρωτής. Έπαιξε βιολί και η γυναίκα του, η Ευανθία (Ρεμπούτσικα). Ήμασταν φίλοι με τον Παναγιώτη από παλιά. Ήταν ο Ρασούλης φίλος τους και ήταν φίλοι του φίλου. Όλα μου τα τραγούδια είναι ραδιοφωνικά. Και το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» είναι ραδιοφωνικό. Στην πρώτη εκτέλεση δεν αρχίζει με εισαγωγή. Η φωνή μπαίνει αμέσως μετά τα δύο μέτρα. Άμα έβαζα εισαγωγή και στην αρχή, τότε το τραγούδι θα γινόταν 4:30 λεπτά και, ίσως, δεν θα παιζόταν στο ραδιόφωνο, λόγω διάρκειας. Έτσι σκέφτομαι εγώ. Ραδιοφωνικά. Όταν είναι η ώρα 12 παρά 3, ο παραγωγός δεν θα το παίξει. Σου λέει «Ας το, είναι μεγάλο». Κι εγώ, λοιπόν, πάντοτε υπολογίζω ραδιοφωνικά. Ναι, αλλά έχουμε γράψει με τον Ρασούλη και κάτι «κατεβατά» Ρασουλικά!… Όταν χρειάζεται, το κάνουμε. Δεν θα το κόψουμε. Αν δεις τα πρώτα τραγούδια του Χατζηνάσιου είναι 2:30. Κι επιτυχίες, όχι παίξε-γέλασε. Κοιτάω, λοιπόν, το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» και δεν βάζω εισαγωγή αλλά βάζω κατευθείαν τον Παπάζογλου να τραγουδήσει ώστε να μπορέσω να βάλω τέσσερα στιχάκια. Ειδάλλως θα έπρεπε να βάλω τρία και ν’ αρχίζει με εισαγωγή. Αυτή είναι η απόφασή μου. Δεν μου είπε ο Ρασούλης «βάλε». Ούτε ο Βαρδής. Γιατί όταν συνεργάζεσαι με κάποιον, πρέπει να συμφωνήσεις σε πολλά πράγματα. Ή πρέπει να οπισθοχωρήσεις σε πολλά πράγματα. Κι έχει ενδιαφέρον η συνεργασία. Τραγουδάει, λοιπόν, ο Παπάζογλου, και το είπε μία-δύο φορές. Έχει σημασία η σύνθεση. Διότι, αγαπητέ Κώστα, το τραγούδι εξαρτάται ακόμη κι από μία νότα. Δηλαδή, αν εδώ η νότα στο «Πότε Βούδας ΠόΤΕ Κούδας» δεν ήταν ψηλή στο δεύτερο «ΤΕ», τότε μπορεί να μην γινόταν σουξέ. Άρα πρέπει να προσέχεις και τη μία νότα. Και το λέω χωρίς να έχω σπουδάσει μουσική, έτσι; Αλλά είμαι πολύ καλύτερος από μερικούς που έχουν σπουδάσει, γιατί μελετάω από τριών χρονών. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να ξέρεις μουσική. Πρέπει να ξέρεις. Θα ήθελα να είχα σπουδάσει, αλλά… άλλοι καιροί. Το τραγουδάει ο Νίκος στο στούντιο, βγαίνει έξω -υπάρχει κι η φωτογραφία που είναι με την Coca-Cola-, είναι κι ο Μανώλης, εγώ και ο Βαρδής, κι ακούμε τι έγραψε ο Νίκος. Και παθαίνει… τραλαλά ο Νίκος! Δεν υπάρχει άλλη φωνή του Παπάζογλου σαν κι αυτή! Δεν υπάρχει ούτε στο στούντιο το δικό του, πουθενά! Αφού την άκουσε ο Νίκος στο στούντιο Sierra και έπαθε πλάκα! Δεν ξέρω τι συνέβη. Μία εξαίσια συγκυρία! Ο μηχανικός ήταν μια χαρά, τα μηχανήματα ήταν μια χαρά, ο Παπάζογλου ήταν μια χαρά, τα όργανα ήταν μια χαρά, ήταν όλα μια χαρά. Όλοι ευχαριστημένοι. Πάμε, που λες Κώστα, τον Σεπτέμβριο του 1986 στο εργοστάσιο να «χαράξουμε» τον δίσκο. Και χαράζεται ο δικός μου δίσκος πρώτα και μετά του Λιδάκη, που κάθεται δίπλα μας, μαζί με τον Μακράκη και περίμενε να τελειώσουμε εμείς. Κι ακούει τον Παπάζογλου ο Λιδάκης και «παθαίνει». Λέει:

– Πω, πω… Τι είναι αυτό;

– Αυτό το έδωσα για να το πεις εσύ, αλλά είπε ο Μακράκης ότι εσύ δεν τραγουδάς τέτοια!

Και βγήκε ο δίσκος, λοιπόν, μαζί με αυτόν του Παπάζογλου («Μέσω Νυφών») μες στην ίδια εβδομάδα! Του ήρθε νταμπλάς! Του λέω:

– Νίκο, μη φοβάσαι! Άμα είναι καλοί και οι δύο δίσκοι, θα πάνε καλά και οι δύο. Θα πάρουν το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας», δεν θα βρουν το «Μέσω Νεφών» και θα πάνε ν’ αγοράσουν το «Μέσω Νεφών». Ή θα πάρουν το «Μέσω Νεφών», δεν θα βρουν το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» και θα πάνε ν’ αγοράσουν και το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας». Άμα είναι καλοί δίσκοι θα πάνε μπροστά.

Είχα δίκιο. Εν τω μεταξύ, εγώ του είχα στείλει την εισαγωγή από το «Ένα κι ένα κάνουν δύο», η οποία είναι το… μισό τραγούδι, και του λέω:

– Βρε συ, δεν έβαλες ένα αστεράκι να πεις ότι η εισαγωγή είναι του Βαγιόπουλου!

– Το ξέχασα.

Ο Παπάζογλου, δεν ξέρω γιατί, ήταν πολύ συγκρατημένος. Όταν βρισκόμασταν, βέβαια, μ’ έπαιρνε αγκαλιά. Μ’ αγαπούσε πολύ. Αλλά όμως δεν τραγούδησε ποτέ άλλο τραγούδι μου. Έστω ρε παιδί μου τυπικά, λόγω του ότι τραγούδησε το μεγαλύτερό του σουξέ, που το κυκλοφόρησε και σε live. Ο Νίκος είναι και έξυπνος και στο live τις κράτησε τις νότες όλες ψηλά. Είναι άλλο το live. Το live έχει τρία ακόρντα. Εγώ έχω δέκα ακόρντα μέσα! Όταν πήγα στην εκπομπή του Νίκου Πορτοκάλογλου, τους λέω:

– Να παίξουμε την πρώτη εκτέλεση;

– Αμέ, βέβαια!

Και απόρησαν οι μουσικοί που έχει τέτοια ακόρντα μέσα. Δεν φαίνονται. Όταν βγήκε ο δίσκος, λοιπόν, ήταν Οκτώβριος του 1986. Τότε, στο περιοδικό Ραδιοτηλεόραση που έβγαζε η ΕΡΤ, από τις 17:10, μετά τις ειδήσεις, μέχρι τις 17:30, υπήρχε ένα 20λεπτο που, αν έβγαζε δίσκο γνωστός τραγουδιστής ή συνθέτης, έπαιρνε όλο το 20λεπτο. Αν ήταν δύο λιγότερο γνωστοί, ένα 10λεπτο ο ένας κι ένα 10λεπτο ο άλλος. Οπότε βλέπω ότι την Πέμπτη στις 17:10 θα παρουσιαστούν οι δίσκοι «Αργά Τη Νύχτα» με την Πίτσα Παπαδοπούλου [σ.σ. που περιείχε την επιτυχία «Γκρέμιστα»] και «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» των Βαγιόπουλου-Ρασούλη. Πήγα με το αμάξι στην ΕΡΤ. Πρέπει να ήταν Τετάρτη μεσημέρι. Πάω, λοιπόν, και βρίσκω τον διευθυντή του μουσικού προγράμματος, που ήταν ο Νότης Μαυρουδής. «Νότη, Βαγιόπουλος λέγομαι. Είδα ότι έτσι κι έτσι. Η Πίτσα είναι μια χαρά. Το Γκρέμιστα μια χαρά. Αλλά δεν έχει καμία σχέση το Γκρέμιστα με το Πότε Βούδας Πότε Κούδας, που είναι εντελώς άλλης διάθεσης δίσκος». Άλλο το «Έχω καταλάβει ήδη της ζωής μου το παιχνίδι» κι άλλο το «Αργά Τη Νύχτα». Είναι εντελώς διαφορετικοί δίσκοι και απορώ ποιος τους έβαλε να ακουστούν μαζί. Νευρίασε ο Νότης και μου λέει:

Ο συνθέτης με τις μεγάλες επιτυχίες

– Μα τι είναι αυτά που μου λες;

– Κοίταξε να δεις, εγώ δεν θέλω να παιχτεί. Βάλε κάποιο άλλο.

– Αν δεν παιχτεί αύριο, δεν θα παιχτεί ποτέ από την ΕΡΤ!

– Εγώ, Νότη, ξέρεις τι τραγούδια παίζω στην κιθάρα; Θεοδωράκη. Χατζιδάκι. Λοΐζο, Μαυρουδή… Εσένα παίζω εγώ! Από σένα έχω πάρει! Τι δουλειά έχω εγώ με το «Γκρέμιστα»; Εσύ με κατατάσσεις αλλού από εκεί που είμαι!

Αμετάπειστος! Πάω, λοιπόν, στο πρωτόκολλο, σφραγίδα, χαρτόσημο: «Δεν θέλω να παιχτεί ο δίσκος μου αύριο». Κάπου πρέπει να την έχω αυτήν την αίτηση. Έχει πολύ πλάκα γιατί ο Νότης, που με αγαπούσε και τον αγαπούσα, δεν το θυμόταν πια. Και έδωσε τότε εντολή να μην παίζεται το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας», εννοώντας τον δίσκο. Οι άλλοι, όμως, οι παραγωγοί έκαναν ότι δεν άκουσαν. Και τα παίζανε όλα από τον δίσκο, εκτός από το ομώνυμο τραγούδι. Έπαιζαν τα άλλα τραγούδια, το «Νοιώσε Με», το «Όλα στη ζωή ‘ναι ρόλοι», το «Πάνω Τάξη – Κάτω Τάξη», και δεν έπαιζαν το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» γιατί ήτανε εντολή! Όταν παρουσιάσαμε τον δίσκο -πρώτη παρουσίαση στην ΥΕΝΕΔ νομίζω- η ώρα μας ήταν από 12:10, που τελειώνουν οι ειδήσεις, μέχρι τις 13:00. Παίζουμε το «Νοιώσε Με», παίζουμε το «Πάνω Τάξη – Κάτω Τάξη», και μισή παίζουμε το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» και άρχισαν τα τηλέφωνα. «Τι λένε αυτοί;» και «τι δουλειά έχει ο Βούδας, ο Ιησούς και ο Ιούδας μαζί» και «διώξτε τους»… Μπαίνει κι ένα άλλο τραγούδι, το «Όλα στη ζωή ‘ναι ρόλοι», ή με τη Χριστίνα (Μαραγκόζη) που είπε το «Νάχα Την Ξύπνια Μηχανή» και μετά βάζουμε τον Βελή «Όποιος δεν είν’ αμαρτωλός, να κάνει ένα βήμα εμπρός / και το καθόλου αμαρτωλός, είναι κι αυτό αμαρτία». Εκεί, λοιπόν, και ένα τέταρτο πριν τις 13:00, είπε ο παρουσιαστής «Ευχαριστούμε πάρα πολύ, ήταν πολύ χαρά μας» και πάει, αυτό ήτανε. Τελείωσε άδοξα η εκπομπή! (γέλια) Άλλη μέρα είμαστε καλεσμένοι στην ΕΡΑ στην Αγία Παρασκευή. Και εκεί ήταν, όπως ξέρετε, η πολύ καλή διευθύντρια Σοφία Μιχαλίτση, η οποία ήταν χρόνια φίλη με τον Μανώλη.

– Μανώλη μου, μην πεις μόνο για τον Ραζνίς [σ.σ. Μαγκουάν Σρι Ραζνίς, γνωστός και ως Όσσο, Ινδός γκουρού, 1931-1990].

– Ναι, εντάξει. Σου είπα ότι δεν θα πω.

Κουβεντιάζει μετά ο Μανώλης με τον παρουσιαστή, αυτή ως Κέρβερος επιβλέπει απ’ έξω μην τυχόν και αναφέρει τίποτα για τον Όσσο ή για τον Ιησού, αφού το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» ήταν στη μαύρη λίστα της Εκκλησίας -μου το έλεγε ο Μανώλης και δεν το πίστευα. Και κάποια στιγμή λέει ο Μανώλης:

– Όταν είχα πάει στην Ινδία…

Και τον κόβουν και βάζουν τραγούδι! Και του κάνει η Μιχαλίτση:

– Ρε Μανώλη!

– Είπα τίποτα, ρε παιδί μου;

– Είπες «όταν είχα πάει στην Ινδία»!

– Κι επειδή; Πήγα στην Ινδία, ναι.

– Θα έλεγες για τον Όσσο!

– Εσύ νομίζεις ότι θα έλεγα για τον Όσσο! Όχι, δεν θα έλεγα!

Μας βγάλανε στην πρώτη εκπομπή του «Ζήτω Το Ελληνικό Τραγούδι» [σ.σ. 11 Οκτωβρίου 1986] του Διονύση Σαββόπουλου, όπου δώσαμε και συνέντευξη και είπαμε με τη Γλυκερία δύο τραγούδια. Μετά βγήκαμε στα «Κυριακάτικα» με Έλενα Ακρίτα και Δημήτρη Κωνσταντάρα. Πάμε, λοιπόν, και βλέπουμε τον Κούδα, που τον έφεραν από τη Θεσσαλονίκη! Δεν το ξέραμε! Και λέει ο Κούδας ότι «οδηγούσα κι ακούω Πότε Βούδας Πότε Κούδας και παρκάρισα δεξιά και σκεφτόμουν τί έκανα και μ’ έκαναν τραγούδι;» (γέλια). Ένας γλυκύτατος άνθρωπος. Εγώ, σαν φοιτητής, πήγαινα με τους φίλους μου στην Τούμπα. ΠΑΟΚτζής εγώ, μέσα στους φανατικούς, αλλά έφαγα και ξύλο από τους ΠΑΟΚτζήδες! Γιατί στο ΠΑΟΚ-Παναθηναϊκός, έκανε μία ζογκλερική τρίπλα ο Δομάζος και κάνω «πωωω, τι έκανε ο τύπος!», οπότε έφαγα μερικές σφαλιάρες από γύρω-γύρω. «Βάζελε», με φωνάζανε! Χαίρομαι το ποδόσφαιρο όταν είναι ωραίο. Και ο Μανώλης ήταν μεν ΟΦΗ αλλά έλεγε «έπαιξαν οι άλλοι καλύτερα και μας κέρδισαν». Ήμασταν, λοιπόν, στην εκπομπή «Κυριακάτικα» εγώ με τον Ρασούλη για να μιλήσουμε για τον δίσκο μας και μετά από μας ήταν καλεσμένοι ο Παπάζογλου και η Γλυκερία. Του λέμε:

– Νίκο, αφού είσαι εδώ πέρα, έλα να πεις και το τραγούδι!

– Όχι, μωρέ… ωραία το λέτε κι εσείς.

Γιατί ο Νίκος, όπως σου ‘χω πει, φοβόταν πάλι μην ακουστεί το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» κι όχι τα δικά του. Σαν το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» να μην ήταν δικό του! Δεν ήρθε. Αφού τελειώσαμε, μετά μπήκε στο στούντιο στα «Κυριακάτικα» κι έπαιξε πρώτο-πρώτο το «Ένα Κι Ένα», που δεν ήθελε να το βάλει στον δίσκο. Τέλος του 1986, λέει ο Μανώλης:

– Πάμε, ρε παιδί μου, στον Χάρρυ Κλυνν. Τραγουδάει εκεί κι ο Δημήτρης Κοντογιάννης.

Πάμε στον Χάρρυ Κλυνν, έπαιζε θέατρο αλλά είχε και live μουσική. Κι ο Δημήτρης Κοντογιάννης τραγουδούσε το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας». Του άρεσε τόσο πολύ, που, μόλις το άκουσε, το έβαλε στο πρόγραμμα κατευθείαν. Μετά μας είχε καλεσμένους ο Μίμης Πλέσσας, ο Κώστας Φέρρης και ο Βασίλης Τσιβιλίκας, στο «Καλλιτεχνικό Καφενείο» (ΕΡΤ). Ήταν μεγάλη μας τιμή και χαρά. Πάω το 1987, το καλοκαίρι, στη συναυλία του Παπάζογλου στον Λυκαβηττό. Κατεβαίνω στα παρασκήνια, χαιρετάω τον Νίκο, χαιρετάω τους μουσικούς, ήταν κι ο Μάλαμας μαζί. Έπαιζε κιθάρα στο σχήμα του Νίκου. Κάθομαι, λοιπόν, στις εξέδρες, γεμάτο κόσμο, παίζει ο Νίκος, ας πούμε, «Εδώ στη ρωγμή του χρόνου…» κ.λπ. Φωνάζει ο διπλανός μου:

– Τον «Βούδα»!

Συνεχίζει ο Νίκος μ’ άλλο τραγούδι κι ο διπλανός μου:

– Πες τον «Βούδα»!

(γέλια) Άντε τώρα να του πεις ότι τον «Βούδα» τον έγραψε αυτός που ήταν πλάι του! Και παίζει τον «Βούδα» και γίνεται της πουτάνας το μαγκανοπήγαδο! Χορεύανε πάνω-κάτω, χαμός! Όλοι όρθιοι! Αυτή η παράσταση ηχογραφήθηκε και είναι η εγγραφή που βγήκε σε δίσκο και CD το 1991. Ο δίσκος «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» έγινε το 1986 και ο επόμενος δίσκος μας έγινε το 1995. Μετά από εννιά χρόνια! Κανένας δεν μου ζήτησε να του κάνω δίσκο. Όλοι θέλανε ένα «τραγουδάκι» σαν το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» για να κονομήσουν. Και λέω: «τραγουδάκι» βρε αθεόφοβοι είναι το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας»; Αυτό το τραγούδι θα μείνει στην αιωνιότητα! Σήμερα άκουσα ότι είπε κάποιος πως το «Μια Κόκκινη Γραμμή» του Θεοφάνους (2009, ερμηνεία: Νατάσα Θεοδωρίδου) είναι πάρα πολύ γνωστό κι ότι είπε ο συνθέτης ότι θα έπρεπε να παίρνει 20.000 μόνο απ’ αυτό το τραγούδι. Και λέω εγώ, άμα έπρεπε να παίρνει αυτό 20.000, εγώ θα έπρεπε να παίρνω 2.000.000 τουλάχιστον από το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας»… Λέμε τώρα! Δεν θέλω να θίξω κανέναν. Αλλά ο Αργύρης Παπαργυρόπουλος, που ήταν πρόεδρος όλων των κέντρων διασκέδασης της Ελλάδας, είπε σε συνέντευξή του, ότι το «Πότε Βούδας Πότε Κούδας» είναι ο εθνικός ύμνος του τσιφτετελιού. Και όταν μια φορά τον συνάντησα και του είπα ποιος είμαι, μου λέει:

– Μπράβο, ρε μάγκα! 50.000 μαγαζιά έχει η Ελλάδα, 50.000 φορές σε παίζουν κάθε μέρα!

Έπρεπε να τον πάω στην ΑΕΠΙ να τους τα πει! Τώρα με ρωτάνε μερικοί νέοι και ιδίως κορίτσια «Εντάξει ο Βούδας, ο Ιησούς κ.λπ., αλλά ο Κούδας ποιος είναι;». Τα νέα παιδιά δεν τον ξέρουν τον Κούδα. Ο Κούδας, όμως, θα μείνει στην ιστορία, ενδεχομένως και λόγω του τραγουδιού. Θα το ψάξεις στο Google, αν θες, και θα βρεις ποιος είναι ο Κούδας. Εγώ πιστεύω, όπως οι περισσότεροι, ότι το καλύτερο όργανο στο τραγούδι είναι η φωνή. Κι η ερώτηση είναι η εξής: Αν δεν τραγουδούσε ο Παπάζογλου, θα γινόταν σουξέ; Εάν δεν έλειπε ο Ρασούλης κι εγώ δεν άνοιγα το περιοδικό για να βρω τα στιχάκια, κι έγραφε ο Ρασούλης άλλα στιχάκια, θα γινόταν σουξέ; Εγώ πιστεύω πως ήταν πάρα πολύ ωραίες οι συγκυρίες που έπεσαν μαζί.

Πηγή: athensmagazine.gr